- ἀπῶρυξ,-υγος
- ἡ N 3 0-0-1-0-0=1 Ez 17,6shoot, layer of a vine
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
απώρυξ — ἀπώρυξ ( υγος), η (AM) 1. υπόγειος οχετός ή διώρυγα 2. βλαστός που φυτεύεται στη γη χωρίς να αποσπαστεί από το μητρικό κλήμα, καταβολάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απορύσσω. Το ω του τ. οφείλεται στον νόμο της έκτασης εν συνθέσει] … Dictionary of Greek